Διακοπές στις Κυκλάδες

Διακοπές στην Ελλάδα για τον περισσότερο κόσμο σημαίνει Κυκλάδες. Οι περισσότερες διαφημιστικές αφίσες απεικονίζουν έναν καταγάλανο ουρανό, εκτυφλωτικά λευκά σπιτάκια σκαρφαλωμένα σε κάποια λοφοπλαγιά και, οπωσδήποτε, κάπου ανάμεσα έναν μπλε τρούλο εκκλησίας. Στις Κυκλάδες όμως θα δείτε κι άλλες μοναδικές εικόνες, όπως κατακόκκινες παπαρούνες να φυτρώνουν πάνω  σε γυμνά λευκά βράχια, αγριοβότανα να πλημμυρίζουν τον αέρα με το άρωμα τους και, βεβαίως, ειδυλλιακές παραλίες ν’ αστράφτουν προκλητικά κάτω από τον ήλιο.

Το όνομα Κυκλάδες προήλθε από τη λέξη κύκλος, επειδή, όπως φαίνεται και στο χάρτη, τα νησιά περιβάλλουν κυκλικά το ιερό νησί της Δήλου.  Ιστορικά οι Κυκλάδες είναι πιθανότατα το σημαντικότερο νησιωτικό συγκρότημα της χώρας. Την περίοδο 3000-1000 π.Χ. άκμασε εδώ ο λεγόμενος κυκλαδικός πολιτισμός, αφήνοντας πίσω του μια θαυμαστή παραγωγή έργων τέχνης, η γοητεία των οποίων αποδεικνύεται διαχρονική.

Στις Κυκλάδες ανήκουν τα παρακάτω νησιά, τα οποία κατά σειρά μεγέθους είναι: Νάξος, Άνδρος, ΠάροςΤήνοςΜήλος, Κέα, ΑμοργόςΊοςΚύθνοςΜύκονοςΣύροςΣαντορίνηΣέριφοςΣίφνοςΣίκινοςΑνάφηΚίμωλοςΑντίπαροςΦολέγανδρος, ΜακρόνησοςΗρακλειάΓυάρος, Πολύαιγος, Κέρος, Ρήνεια, Δονούσα, Θηρασία, Αντίμηλος, ΔεσποτικόΣχοινούσαΆνω ΚουφονήσιΚάτω Κουφονήσι και Δήλος. Επίσης ο νομός Κυκλάδων περιλαμβάνει και πολυάριθμα μικρότερα νησιά καθώς και συστάδες νησιών όπως η συστάδα Αντιπάρου, οι νησίδες Μακάρες, η Άνυδρος (ή Αμοργοπούλα), το Ασπρονήσι, η Νέα Καμένη, η Παλαιά Καμένη, η Ασκανιά, η Εσχάτη, η Χριστιανή, η Νικουριά, η Καρδιώτισσα, η Κιτριανή, η Σεριφοπούλα, το Γλαρονήσι, το Ρευματονήσι, το Αβολαδονήσι, το Τραγονήσι, τα Αβελονήσια και το Σχινονήσι.

Τα έξι μικρά νησάκια μεταξύ Αμοργού και Νάξου, αποτελούν τις Μικρές Κυκλάδες. Αυτά είναι τα προαναφερόμενα: Κουφονήσια (το Άνω και Κάτω Κουφονήσι)η Ηρακλειάη Σχοινούσα,  η Δονούσα και η Κέρος.

ΑΦΙΕΡΩΜΑ

Από που πήραν το όνομα τους τα νησιά στις Κυκλάδες;

Τήνος: Το όνομά της προκύπτει από την αρχαία ελληνική ρίζα «ταν», η οποία μας έδωσε το «ταναός» που σημαίνει μακρύς, λόγω του σχήματός του νησιού. Αν και η λέξη «ταναός» δεν χρησιμοποιείται πλέον, παρ’ όλα αυτά από αυτή τη λέξη προκύπτει η «ταινία».

Σίφνος: Πήρε το όνομά της από τον ήρωα Σίφνο, ο όποιος ήταν γιος του ήρωα Σουνίου και πρωτοκατοίκησε το νησί.

Σέριφος: Το όνομα προκύπτει από τη ρίζα «σερ», η οποία μας έχει δώσει το σέριφον, θαλάσσιο φυτό και διάφορα άλλα ονόματα βοτάνων. Σε συνδυασμό με το άφθονο χρυσάφι που είχε στην αρχαιότητα, σήμαινε ότι αυτά τα βότανα ήταν ισχυρά και ιαματικά. Επομένως, το όνομα Σέριφος, δηλώνει την πλούσια σε ιαματική χλωρίδα νήσο, με πλούσιο υπέδαφος.

Άνδρος: Από τον ήρωα Άνδρο ή Ανδρέα, ο οποίος ήταν περίφημος μάντης, τόσο σπουδαίος που του χάρισε το νησί ο Ραδάμανθης, αδελφός του Μίνωα. Ο Ραδαμάνθης θεωρείτο ο πιο δίκαιος άνθρωπος του κόσμου και όταν πέθανε συνέχισε να είναι δίκαιος γι’ αυτό και έγινε ο κριτής του Κάτω Κόσμου. Αυτός έκρινε ότι ο περιφημότερος μάντης της εποχής ήταν ο Άνδρος και έτσι αποφάσισε να του χαρίσει ένα ολόκληρο νησί.

Αμοργός: Το όνομά του ατμοσφαιρικού αυτού νησιού προκύπτει από την αμόργη, ένα φυτό από το οποίο οι αρχαίοι έφτιαχναν ένα εξαιρετικό λινάρι, ένα διάφανο λινό ύφασμα. Εξ ου και στην αρχαιότητα ήταν ιδιαίτερα δημοφιλή τα αμοργινά ιμάτια, από τα οποία έφτιαχναν τους καλύτερους χιτώνες.

Μήλος: Πήρε το όνομά της από τον ήρωα Μήλο, ο οποίος κατοίκησε πρώτος το νησί. Ο Μήλος κάποτε πήγε στην Κύπρο, όπου γνώρισε τον Άδωνι και οι δυο νέοι έγιναν φίλοι με παροιμιώδη φιλία. Όταν πέθανε ο Άδωνις, ο Μήλος αυτοκτόνησε κάτω από ένα δέντρο το οποίο έκτοτε ονομάστηκε μηλιά. Αυτός ο Μήλος ήταν και ο πρώτος διδάξας της κουράς των προβάτων, ο πρώτος κτηνοτρόφος θα λέγαμε σήμερα, γι’αυτό και στα ομηρικά έπη «μήλος» σημαίνει πρόβατο.

ΝάξοςΣτα αρχαία χρόνια το νησί λεγόταν Δία, γιατί είναι η μεγαλύτερη των Κυκλάδων και ως τέτοια πήρε το όνομα του μεγαλύτερου των Θεών. Όταν την αποίκησε ο ήρωας Νάξος, Γιος του Ενδημίωνα του εραστή της Σελήνης, ονομάστηκε από τον ήρωα με το σημερινό της όνομα.

ΠάροςΤο όνομα του νησιού σημαίνει «παραλία». Πάρος, λοιπόν, ένα νησί με ωραίες παραλίες. Αμφιβάλλει κανείς;

Αρχιτεκτονική στις Κυκλάδες

Κυκλάδες, και μόνο όταν ακούμε αυτή τη λέξη, σκεφτόμαστε εικόνες και φωτογραφίες με μικρά άσπρα σπίτια, εκκλησάκια με γαλάζιους τρούλους, μικρά σοκάκια με βαμμένες πλάκες, στριμωγμένα στην πλαγιά κάποιου λόφου, λουσμένα στο φώς του ήλιου. Η όμορφη κυκλαδίτικη αρχιτεκτονική με τις μικρές γραφικές γειτονιές, τα στενά πλακόστρωτα δρομάκια, τις μικρές όμορφες πλατείες και οι μικρές εκκλησίες εντυπωσιάζουν τον κάθε επισκέπτη.

Η κυκλαδική αρχιτεκτονική γνώρισε ίσως την καλύτερη της έκφραση στη Σίφνο. Οι παραδοσιακοί οικισμοί της Σίφνου χαρακτηρίζονται από μια πολυμορφία. Η ρυμοτομία στο Κάστρο, για παράδειγμα, είναι τελείως διαφορετική από αυτή στις άλλες περιοχές, λόγω του αμυντικού της χαρακτήρα.

Ο οικισμός του Κάστρου, παρά τα χρόνια που έχουν περάσει, διατηρεί αναλλοίωτο το μεσαιωνικό χαρακτήρα του. Κύρια γνωρίσματα του είναι η έλλειψη κοινόχρηστων χώρων, οι λίγες μικρές αυλές και οι στενοί δρόμοι με τις ελάχιστες άμορφες διαπλατύνσεις. Ο επισκέπτης μπαίνει και σήμερα στο Κάστρο από τις παλιές εισόδους-στοές, τις «λόζιες», τις οποίες άλλοτε ασφάλιζαν και προστάτευαν σαν πολεμικούς πύργους. Στην εσωτερική διαρρύθμιση του οικισμού ο σχεδιασμός είναι αρκετά ελεύθερος, και πολλοί δρόμοι περνούν πάνω από τα δωμάτια των κατοίκων. Η διάταξη των επιπέδων των δρόμων είναι τέτοια, ώστε πολλές φορές η δίοδος εξασφαλίζεται με μικρές γεφυρές. Τα σπίτια του Κάστρου διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: τα στενομέτωπα μονόσπιτα τα αρχοντόσπιτα. Τα πρώτα, που βρίσκονται κυρίως στον εξωτερικό δακτύλιο, είναι κτισμένα κολλητά το ένα δίπλα στο άλλο και σχηματίζουν το εξωτερικό τμήμα του οικισμού. Τα στενά πλακόστρωτα δρομάκια με τα χαμηλά πεζούλια, οι σκοτεινές στοές, τα παλιά σπίτια με τα ξύλινα μπαλκόνια, τα οικόσιμα στις εισόδους, οι κίονες που χρησιμοποιήθηκαν μεταγενεστερα ως αρχιτεκτονικά μέλη, οι μαρμάρινες ρωμαϊκές λάρνακες με τα ανάγλυφα κοσμήματα που συναντά κανείς παντού διασκορπισμένες, οι πολεμίστρες και οι μικρές αυλές των σπιτιών συνθέτουν τη μοναδική εικόνα του Κάστρου!
Οι περισσότεροι παραδοσιακοί οικισμοί, με τα κατάλευκα κυβόσχημα οικήματα κυκλαδικού ρυθμού, τα πλακόστρωτα σοκάκια με τους ασβεστωμένους αρμούς, τις φιλόξενες αυλές με τα κατάλευκα πεζούλια και τις σκόρπιες γραφικές εκκλησίες με τους λευκούς ή γαλάζιους τρούλους και τα περίτεχνα κωδωνοστάσια, είναι συγκεντρωμένοι στο κεντρικό οροπέδιο του νησιού, με αποτέλεσμα να μη διαχωρίζονται τα όρια τους, δίνοντας την εντύπωση ενός συνεχόμενου οικισμού χωρίς αρχή και τέλος.
Ένας παραδοσιακός πεζόδρομος που ξεκινά από τον Αρτεμώνα φτάνει έως την Καταβατή αφού περάσει από τους οικισμούς του Ανω Πεταλιού και της Απολλωνίας, ενώ σύνδεση με πλακόστρωτο υπάρχει και με τον ‘An Λούκα, τα Εξάμπελα, το Κάτω Πετάλι και το Κάστρο. Η περιοχή του Αρτεμώνα φημίζεται, εκτός των άλλων, και για τα αρχοντικά της σπίτια.

Σε όλα τα παράλια έχουν αναπτυχθεί οικισμοί παράλληλα με τον αιγιαλό. Τα πρώτα κτίσματα ήταν παλιά αγγειοπλαστεία με καμίνια, τα οποία χτίζονταν κοντά στην παραλία, ώστε να έχουν άμεση πρόσβαση στα καΐκια που μετέφεραν τα σιφνέικα πήλινα σε όλη την Ελλάδα. Πολλά από αυτά τα αγγειοπλαστεία λειτουργούν μέχρι σήμερα. Οι θεμωνιές μαζί με τους περιστεριώνες, που τα χρησιμοποιούσαν ως αγροτικά σπίτια στις απομακρυσμένες από τους οικισμούς ιδιοκτησίες, είναι μονόχωρα με λίγους βοηθητικούς χώρους, όπως κελάρια για την αποθήκευση προϊόντων, πατητήρι, στάβλο, φούρνο και πολλές φορές αλώνι.

Φαγητό και ποτό στις Κυκλάδες

Η θάλασσα, κυκλώνοντας μια δέσμη νησιών στο κέντρο του Αιγαίου, σμιλεύει όχι μόνο τη γη αλλά και τις ψυχές των ανθρώπων. Για πολλά χρόνια, μέχρι και το πρόσφατο παρελθόν, πριν τιθασευτεί από τα σύγχρονα καράβια, αποτελούσε ένα φυσικό όριο που έκλεινε μέσα του έναν κόσμο μοιραία αυτόνομο, ανεπηρέαστο, με το δικό του τρόπο ζωής.

Στις Κυκλάδες n γη είναι ορεινή. Αλλωστε, τα σημερινά νησιά δεν είναι παρά οι κορυφές των ψηλότερων βουνών που έμειναν έξω από το νερό όταν, εκατομμύρια χρόνια πριν, η στεριά καταποντίστηκε. Ετσι, οι γεωργοί ποτέ δεν είχαν στη διάθεση τους μεγάλες πεδινές εκτάσεις. Οι ποσότητες των σιτηρών ήταν περιορισμένες, οι πλαγιές όμως φάνηκαν κατάλληλες για καλλιέργεια ελιών και αμπελιών. Όσπρια, λαχανικά και φρούτα συμπλήρωναν τη γεωργική παραγωγή. Η ίδια η φύση αναλάμβανε να προσφέρει τις ποικιλίες που πλούτισαν τα κυκλαδίτικα τραπέζια, κέντρισαν τη φαντασία και δημιούργησαν ιδιαίτερες γεύσεις, τόσο απολαυστικές όσο και υγιεινές. Η δυσκολία της επικοινωνίας -αποκλειστικά θαλάσσιας- των Κυκλάδων με την ηπειρωτική Ελλάδα διατήρησε για πολύ καιρό ουσιαστικά ανέπαφο τον κόσμο τους. Οι διατροφικές συνήθειες περνούσαν από γενιά σε γενιά και μόνο η έλευση προσφύγων, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, πρόσθεσε κάποιους καινούργιους γευστικούς τόνους.

ΑΠΟ ΤΗ ΦΥΣΗ ΣΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ

Η ζωή στα νησιά ήταν άμεσα συνδεδεμένη με τις αναβαθμίδες που ακόμα και σήμερα συντηρούν την κυκλαδΐτικη γεωργία. Πέρα όμως από τα καλλιεργούμενα, οι άνθρωποι αξιοποιούσαν όλα όσα πρόσφερε από μόνη της η φύση για να πλουτίσουν το καθημερινό τους τραπέζι.
Στην κορυφή της διατροφικής πυραμίδας βρίσκονταν τα δημητριακά, οι τροφές φυτικής προέλευσης, τα γαλακτοκομικά είδη και τα ψάρια- τροφές που προέρχονταν από την ενασχόληση των κατοίκων με τη γεωργία, την κτηνοτροφία και την αλιεία. Σε γενικές γραμμές, η κατανάλωση κρέατος ήταν περιορισμένη και οι συνταγές βασίζονταν στα όσπρια, τις πατάτες, το ρύζι και τα σπιτικά ζυμαρικά.

Έτσι, επινοήθηκαν πρωτότυποι συνδυασμοί υλικών και τοπικές σπεσιαλιτέ γεμάτες νοστιμιά και ποιότητα. Για παράδειγμα, τα άγρια χόρτα αποτέλεσαν το βασικό υλικό για διάφορες πίτες ή «κεφτέδες» (κολοκυθοκεφτέδες, μανιταροκεφτέδες κ.ά.) ή πλούτισαν τις σαλάτες, ενώ τα λαχανικά συνδυάζονταν με κρεατικά και ψαρικά (αρνάκι με αγκινάρες, μπακαλιάρος με σέσκουλα κ.ά.).
Τα θαλασσινά αγαθά δεν έκαναν συχνά την εμφάνιση τους στο τραπέζι. Μερικές φορές κάποιος ψαράς τύχαινε να ανηφορίσει μέχρι τα ορεινά χωριά, έχοντας φορτώσει στο γάιδαρο του κοφίνια με ψαρικά. Είχαν όμως επινοηθεί τα «λιαστά» ψάρια, στεγνωμένα στον ήλιο με κατάλληλη επεξεργασία, που διατηρούνταν για αρκετό διάστημα, ώστε η θαλασσινή τους γεύση να είναι έντονη ανά πάσα στιγμή.

ΧΕΙΡΟΠΟΙΗΤΗ ΠΟΙΟΤΗΤΑ

Το μαγείρεμα ή το τηγάνισμα γινόταν στη φωτιά. Η «παραστιά» (πυρεστία) δεν ήταν παρά ένα τζάκι, με το επίπεδο της φωτιάς ψηλότερα, για να εξυπηρετεί τις κινήσεις της νοικοκυράς. Η παραστιά βρισκόταν βέβαια στην κουζίνα ή σε μια γωνία του δωματίου καθημερινής χρήσης (πολύ συχνά, τα απλά κυκλαδίτικα σπίτια δεν είχαν την πολυτέλεια της ξεχωριστής κουζίνας). Ο χώρος κάτω από το επίπεδο της φωτιάς χρησίμευε για την εναπόθεση των ξύλων, των κάρβουνων και των προσαναμμάτων.
Το μαγείρεμα γινόταν κυρίως σε τσουκάλια (πήλινες χύτρες). Το φαγητό αργούσε να γίνει, γι’ αυτό οι νοικοκυρές ξεκινούσαν το μαγείρεμα από πολύ νωρίς το πρωί, ώστε να μπορούν να το σερβίρουν έγκαιρα το μεσημέρι.
Κεραμικά ή τσίγκινα ήταν επίσης τα πιάτα και τα σκεύη φαγητού ή ποτού. Ούτε πολυτέλειες ούτε ανοξείδωτα μαχαιροπίρουνα στο τραπέζι, στο οποίο έστρωναν ένα υφαντό τραπεζομάντιλο. Τις περισσότερες φορές τα είδη εστίασης ήταν ελάχιστα.
Η επίπλωση της κουζίνας ήταν λιτή. Κοντά στην παραστιά βρισκόταν και η πιατοθήκη, ενώ λίγο πιο πέρα τα σταμνιά με το νερό. Αν το σπίτι δεν είχε δικό του «μαγαζί» (αποθήκη), στο δωμάτιο που χρησιμοποιούνταν ως κουζίνα υπήρχαν τα κιούπια με το λάδι και τα τρόφιμα (ελιές, παστά κ,ά.), καθώς και ο εξοπλισμός για την παρασκευή του ψωμιού.
Ψυγεία, βέβαια, δεν υπήρχαν. Οι νοικοκυρές έπρεπε να υπολογίζουν σωστά την ποσότητα του φαγητού για να μη μένει και χαλάει. Αν, πάντως, κάτι περίσσευε, φυλαγόταν μαζί με το ψωμί, το τυρί και τα κηπευτικά στο «φανάρι» (είτε μια φαρδιά σανίδα είτε ένα είδος μεταλλικού ντουλαπιού με συρμάτινα τοιχώματα που κρεμιόταν από τα δοκάρια της οροφής) ή σε μια δροσερή «παράθυρα», δηλαδή σε μια εσοχή του τοίχου που υποκαθιστούσε τα ανύπαρκτα τότε ντουλάπια και το άνοιγμα της καλυπτόταν από ένα κουρτινάκι.

ΒΙΟΛΟΓΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ

Για τις ώρες του φαγητού ακολουθούσαν το βιολογικό τους ρολόι. Κατά κανόνα έτρωγαν το μεσημεριανό τους στις δώδεκα το μεσημέρι ακριβώς, με τη σύμφωνη γνώμη του ρολογιού της εκκλησίας του χωριού που σήμαινε τις ώρες. Ήταν σύνηθες φαινόμενο τα χωριά να δείχνουν έρημα στις δώδεκα το μεσημέρι, γιατί όλοι οι κάτοικοι βρίσκονταν στο τραπέζι. Η πιστή τήρηση της ώρας αποτελούσε μια έκφραση θρησκευτικού σεβασμού, όπως και όλη η διαδικασία του φαγητού, που έμοιαζε με μια μικρή ιεροτελεστία. Τα χρόνια ήταν δύσκολα και το φαγητό «ευλογία». Όμως όλοι, έτσι κι αλλιώς, δεν έκαναν σπατάλες και τηρούσαν το μέτρο. Για αυτό οι νοικοκυρές με ευρηματικότητα χρησιμοποιούσαν αυτό που είχε περισσέψει για να το συνδυάσουν με κάτι άλλο ή για να φτιάξουν ένα καινούργιο, όπως, π.χ., μια πίτα.
Το δείπνο γινόταν όταν σουρούπωνε, στο χλωμό φως της λάμπας πετρελαίου ή του λαδολύχναρου και δεν αργούσε να ακολουθήσει ο ύπνος. Το κρασί δύσκολα απουσίαζε από το τραπέζι, αφού ήταν ντόπιο προϊόν και «είδος εν επάρκεια».

Ο ΑΡΤΟΣ Ο ΕΠΙΟΥΣΙΟΣ

Το ψωμί ήταν βασικό στοιχείο διατροφής στο παρελθόν και η παρασκευή του ήταν μέσα στα καθήκοντα της νοικοκυράς. Λίγα σπίτια είχαν δικό τους φούρνο και γι’ αυτό το ψήσιμο του ψωμιού γινόταν στους φούρνους των χωριών, που λειτουργούσαν μόνο για να ψήνουν —από ψωμί μέχρι φαγητά— και δεν πουλούσαν έτοιμο ψωμί ή άλλα παρασκευάσματα.
Το ψωμί είχε ιερή σημασία. Όχι μόνο γιατί ήταν η βασικότερη τροφή, αλλά και γιατί συμβόλιζε το σώμα του Χριστού και συνδεόταν με μεταφυσικές δοξασίες. Ποτέ δεν το πετούσαν και, αν τύχαινε να πέσει κάτω, το σήκωναν, το φιλούσαν και το έτρωγαν. Αν πια είχε λερωθεί πολύ, το σταύρωναν και το τοποθετούσαν σε κάποιο «τρόχαλο» (κενό πέτρινου τοίχου), γιατί ήταν μεγάλα αμαρτία να μείνει κάτω και να ποδοπατείται.

ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΓΕΥΣΕΙΣ

Τα νεογέννητα μετά τον έκτο μήνα τρέφονταν με ρύζι και σιμιγδάλι. Πολύ γρήγορα συνήθιζαν όμως και τα κοινά φαγητά και σε ηλικία ενός έτους έτρωγαν «από το ίδιο τσουκάλι».

ΓΛΥΚΙΑ ΖΩΗ

Η ζάχαρη ήταν είδος πολυτελείας, γι’ αυτό και τα γλυκίσματα παρασκευάζονταν με μέτρο. Οι πρώτες ύλες ήταν πάλι από τη φύση: φρέσκα φρούτα που γΐνονταν γλυκά του κουταλιού ή κομπόστες, παράγωγα του μούστου (πετιμέζι, μουσταλευριές και μουστοκούλουρα), σταφίδες, μέλι και σουσάμι (που γίνονταν διάφορα παοτέλια, όπως το παστέλι σε λεμονόφυλλα της Τήνου), σύκα (που ψήνονταν με σουσάμι στο φούρνο), αμύγδαλα (που γίνονταν αμυγδαλωτά).
Ιδιαίτερη μνεία θα πρέπει να κανουμε σε δύο κλασικές πια γλυκές γεύσεις που προέρχονται από τη Σύρο, αλλά έχουν περάσει τα όρια των Κυκλάδων. Η μία από αυτές είναι τα λουκούμια, που η προέλευση τους είναι από τη Μικρά Ασία και την Κωνσταντινούπολη και η τέχνη της παρασκευής τους έφτασε με τους πρώτους πρόσφυγες από τη Χίο. Λέγεται ότι η πρώτη καζανιά μπήκε το 1832, ενώ η πρώτη επίσημη σφραγίδα λουκουμοποιού (Σταματελάκη) εμφανίστηκε το 1837. Το υφάλμυρο συριανό νερό έδωσε μια μοναδική ταυτότητα στο προϊόν αυτό.
Όμως το λουκούμι, εκτός από αντιπροσωπευτικό συριανό δώρο, είχε κοινωνικό, θρησκευτικό και οικογενειακό ρόλο. Το αυτοσχέδιο φουρνάκι με τα κάρβουνα και τα αχνισμένα τζαμάκια του διατηρούσε ζεστό το ψαθουράκι με το λουκούμι μέσα του. Δίπλα του, ήταν το άλλο θαυμάσιο συριανό προϊόν των λουκουμοποιών, η χαλβαδόπιτα, με θυμαρίσιο συριανό μέλι και φρεσκο-ψημένο αμύγδαλο.

ΣΥΝΑΛΛΑΚΤΙΚΑ ΗΘΗ

Οι «έμποροι» (οι καταστηματάρχες τροφίμων) προμήθευαν κυρίως εκείνα που δεν παράγονταν επί τόπου ή δεν υπήρχαν σε κάθε νοικοκυριό. Για την ιστορία ας μνημονεύσουμε και το γεγονός ότι τα «εμπορικά» των κυκλαδίτικων χωριών ήταν τις περισσότερες φορές μικρογραφίες πολυκαταστημάτων, πουλώντας εκτός από τρόφιμα και άλλα είδη ευρύτερης χρήσης που ήταν απαραίτητα σε ένα νοικοκυριό.
Οι περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες έδιναν στα φαγώσιμα ιδιαίτερη σημασία. Για παράδειγμα, όταν παντρευόταν ένα φτωχό ζευγάρι στη Σαντορίνη, φίλοι και γνωστοί έφερναν κριθάρι, αλεύρι, κουλούρες, «σκίζες», «απαλουδίστικα», αρακά, φάβα και άλλα για «κουμπάνια» και για ενίσχυση των νεόνυμφων.

ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΕΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ

Οι κύκλοι των εποχών και οι θρησκευτικές αντιλήψεις καθιέρωσαν διάφορα έθιμα γύρω από το φαγητό. Τη Σαρακοστή όλοι νήστευαν — κάτι που ακόμη και σήμερα πολλοί εξακολουθούν να κάνουν. Του Ευαγγελισμού τρώνε ψάρι (συνήθως μπακαλιάρο), όπως και των Βαΐων. Τα Χριστούγεννα κοτόπουλο ή γαλοπούλα (επειδή τα πουλερικά σπρώχνουν με τα πόδια τους το χώμα προς τα πίσω, για να φύγει ο παλιός χρόνος), ενώ την Πρωτοχρονιά χοιρινό (επειδή ο χοίρος σπρώχνει προς τα εμπρός, για να ξεκινήσει ο νέος χρόνος).
Στη Σίφνο οι πιο παλιοί νήστευαν την παραμονή του Κλήδονα (παραμονή του αγίου Ιωάννη, 23 Ιουνίου), ειδικά μάλιστα όταν αυτή η ημέρα συνέπιπτε με τη νηστεία των αγίων Αποστόλων. Έτσι, πριν ανοιχτεί ο Κλήδονας στη Χρυσοπηγή, σερβιριζόταν σαρακοστιανό φαγητό (φάβα) μετά τον εσπερινό, στην τράπεζα του πανηγυριού. Τη Μεγάλη Πέμπτη σε διάφορα νησιά γινόταν το σταφιδόψωμο, το Πάσχα τα λαμπροκούλουρα, του Λαζάρου τα «λαζαράκια» (μικρά ψωμάκια με ανθρώπινο σχήμα που το πρόσφεραν στα παιδιά), τα Χριστούγεννα το χριστόψωμο (που η ζύμη του περιείχε λάδι και ζάχαρη) και βέβαια την Πρωτοχρονιά η βασιλόπιτα.
Οι Απόκριες εξακολουθούν να γιορτάζονται με παραδοσιακό τρόπο στις Κυκλάδες. Οι πιο πιστοί, μάλιστα, στις γευστικές παραδόσεις δεν παραλείπουν να ετοιμάσουν και τα αποκριάτικα γλυκίσματα, όπως είναι τα ξεροτήγανα, τα μυζηθροπιτάκια και τα σκαλτσουνια.
Το Πάσχα στην Ανδρο το αρνί ετοιμάζεται με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Για να ψηθεί γεμίζεται με ένα μείγμα από ντόπιο φρέσκο τυρί και αβγά μαζί με μαρούλια ή άγρια γλυκά χόρτα αρωματισμένα με φρέσκα κρεμμυδάκια, άνηθο ή μάραθο και δυόσμο. Στη Σίφνο το αρνί πλένεται με το ντόπιο κόκκινο κρασί και ψήνεται στο «μαστέλο», ένα ειδικό πήλινο σκεύος. Στον πάτο του μαστέλου μπαίνει μια πρόχειρη σχάρα από κληματόβεργες, που πάνω της τοποθετούνται πατάτες και από πάνω το αρνί, τυλιγμένο σε λαδόκολλες. Το ψήσιμο γίνεται σιγανά σε φούρνο με ξύλα, μέχρι το αρνί να γίνει «κάστανο». Στη Σαντορίνη αντί για μαγειρίτσα φτιάχνουν τα «ογαρδούμια», ένα ζουμερό φαγητό από αρνίσιες κοιλιές, έντερα και ακροπόδαρα. Και οι γλυκές γεύσεις του Πάσχα ακολουθούσαν, όπως, για παράδειγμα, τα «λυχναράκια» της Τήνου που η κεντρική τους ιδέα συμφωνούσε με τα «μελντίντα» που φτιάχνονταν σε άλλα νησιά.
Ιδιαίτερα πλούσιο ήταν, αυτονόητα, το τραπέζι του γάμου, που χωρίς να συνδέεται άμεσα με συγκεκριμένες γεύσεις, περιλάμβανε όσο το δυνατόν περισσότερα πιάτα. Στην Ανάφη, οι διαδικασίες του γάμου διαρκούν από Τρίτη έως την επόμενη Δευτέρα. Τους καλεσμένους (που είναι όλοι οι κάτοικοι της Ανάφης) τους κερνούν σησαμόμελο και «κουφέτο». Το παραδοσιακό τραπέζι είχε κατσίκι κοκκινιστό με πατάτες, που αργότερα αντικαταστάθηκε με μακαρόνια. Στους γάμους και τις βαπτίσεις στην Ανδρο το κέρασμα περιλάμβανε σουμάδα, αμυγδαλωτά και παστιτσάκια. Αλλά το φαγητό «συνόδευε» τους ανθρώπους ακόμα και μετά την τελευταία τους στιγμή. Με την αίσθηση ότι ο θάνατος δεν είναι το τέλος αλλά μέρος ενός κύκλου, οι συγγενείς του νεκρού οργάνωναν το αποχαιρετιστήριο δείπνο (έθιμο «Μακαριά» στην Κέα, την Αμοργό και αλλού).

ΜΕ ΧΑΡΕΣ ΚΑΙ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ

Με χαρές και τραγούδια ξεκινούσε ο τρύγος σε πολλά νησιά. Στη Σαντορίνη ετοιμαζόταν φαγητό για τους τρυγητάδες, που συνήθως ήταν μπακαλιάρος με πατάτες ή φάβα με λαρδί για το μεσημέρι και «μανέστρα της βεντέμας», όπως την έλεγαν, για το βράδυ. Ο εξερευνητής Τζέιμς Μπεντ που αφιέρωσε τη ζωή του στη μελέτη των Κυκλάδων (1885), έχοντας υπόψη του τις βακχικές γιορτές, εντυπωσιάστηκε από το «ξεχαλίνωτο» πανηγύρι των Παριανών, που σημάδευε το άνοιγμα του νέου κρασιού στις 3 Νοεμβρίου, επέτειο του αγίου Γιώργη του Μεθυστή. Εκτός όμως από το ξεφάντωμα στην Πάρο, ο Μπεντ παρατήρησε ότι στη Σέριφο οι κρασόφιλοι έπαιρναν γύρα τις κάβες του νησιού την ημέρα του αγίου Μηνά, στις 11 Νοεμβρίου.

Η μουσική και ο χορός στις Κυκλάδες

Η Ελλάδα και πολύ περισσότερο το Αιγαίο θεωρείται δίκαια σταυροδρόμι των πολιτισμών, καθώς έχει δεχτεί επιρροές από την Ανατολή και τη Δύση, τις οποίες μπόρεσε να αφομοιώσει. Η πολυκύμαντη ιστορία των Ελλήνων σε συνδυασμό με αυτές τις ξεχωριστές επιδράσεις δημιούργησε την κουλτούρα του λαού, που, ανάλογα με τον τόπο και την εποχή, παρουσιάζει ορισμένες ιδιαιτερότητες.

Η ελληνική μουσική και ο χορός είναι μια λαϊκή δημιουργία, αποτέλεσμα της πολυπλοκότητας του χαρακτήρα των Ελλήνων, αλλά και της πολυποίκιλης ζωής τους. Στο Αιγαίο οι πρώτες επιδράσεις ήρθαν από την Ανατολή, μετά τον 11ο αιώνα. ‘Οταν οι Ενετοί κατέλαβαν το Αιγαίο, εκδηλώθηκαν για πρώτη φορά και δυτικές επιρροές, καθώς οι σταυροφόροι έφεραν μαζί τους ποιητικές φόρμες, όπως η ομοιοκαταληξία, χορούς, όπως ο μπάλος, και μουσικά όργανα, όπως το βιολί.
Τα μουσικά όργανα που επικράτησαν τελικά στα νησιά του Αιγαίου είναι η τσαμπούνα ή ασκο μα ντούρου, η λύρα και το βιολί και ως όργανα συνοδείας το τουμπάκι και το λαούτο. Σπανιότερα εμφανίζονται το ούτι, το κανονάκι και το σαντούρι.

Η παραδοσιακή νησιώτικη ζυγία, δηλαδή το ζευγάρι οργάνων για γλέντια σε ανοιχτό χώρο χάρη στο δυνατό ήχο που βγάζουν, ήταν η τσαμπούνα με το τουμπάκι, η λύρα ή το βιολί με το λαούτο και η λύρα με την τσαμπούνα. Το κλαρινο, που είναι το σπουδαιότερο μουσικό όργανο της Ηπειρωτικής Ελλάδας, συνηθίζεται μονο σε μερικά νησιά του ανατολικού Αιγαίου και στη Σκύρο.

Ο χορός ξεκίνησε έχοντας μια σοφή λειτουργική σημασία, συγκεγριμένο σκοπό και συμβολισμό. Από πολλά αρχαιολογικά ευρήματα που έχουν έρθει στο φως, αρχικά στην Κνωσό και τη Φέστο, καθώς και σε διάφορα νησιά του Αιγαίου, καταδεικνύεται η σημασία του χορού και της μουσικής στην αρχαιοελληνική κοινωνία.

Εκτός από τα ευρήματα των ανασκαφών, υπάρχουν και γραπτες μαρτυρίες από την εποχή του Ομήρου σχετικά με το σημαντικό ρόλο που διαδραμάτιζαν η μουσική και ο χορός στην πολιτιστική και θρησκευτική ζωή της αρχαίας Ελλάδας.
Η σημασία του χορού στην κοινωνική ζωή ήταν εμφανής στις παραδοσιακές κοινωνίες μέχρι πολύ πρόσφατα. Όμως, με την αλλαγή του τρόπου ζωής, λόγω της εύκολης και γρήγορης επικοινωνίας και του τουρισμού, σταδιακα ο χορός απομακρύνθηκε από τα παλιά έθιμα και παραδόσεις. Σήμερα πια εκτελείται στις ταβέρνες και στα κέντρα ως μέρος της ψυχαγωγίας, ενω οι γυναίκες άρχισαν να χορεύουν και αντρικούς χορούς.

Το περιεχόμενο των δημοτικών τραγουδιών και των χορών είναι ποικίλο λόγω της μείξης χορευτικών και μουσικών στοιχείων από όλες τις πλευρές του Αιγαίου. Τα τραγούδια έχουν κυρίως θέματα από τα ταξίδια των ναυτικών, την ξενιτιά, τον έρωτα, το γάμο, την εργασία και, φυσικά, το θάνατο. Όσο για τις χορευτικές παραλλαγές, συναντάμε του συρτού, του μπαλού, του καλαματιανού, του χασάπικου και του ζεϊμπέκικου, όπως και μερικούς τοπικούς χορούς, όπως η βλάχα στη Νάξο, η σούστα στην Αμοργό και ο αγέρανος στην Πάρο. Οι νησιωτικοί χοροί ξεχωρίζουν γιατί χαρακτηρίζονται από μια αλαφράδα στις κινήσεις τους, ενώ έχουν έντονους ρυθμούς με συνεχείς εναλλαγές, οι οποίες οφείλονται στον μπροστάρη που σέρνει το χορό και, σε στιγμές ενθουσιασμού, αυτοσχεδιάζει με έντονες και ελεύθερες κινήσεις.

Τα κρασιά των Κυκλάδων

Δυο είναι τα νησιά που έχουν ξεχωριστή παρουσία στην παραγωγή κρασιού στις Κυκλάδες, η Σαντορίνη και η Πάρος, αν και ορισμένα αξιοπρεπέστατα είδη επιτραπέζιων κρασιών παράγουν επίσης η Ανδρος, η Τήνος και η Νάξος. Με μεγάλη διαφορά, όμως, η Σαντορίνη διεκδικεί επάξια τον τίτλο του σημαντικότερου οινοπαραγωγού νησιού των Κυκλάδων, αλλά και του νησιού που παρουσιάζει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον στον τομέα αυτό.

Το ηφαιστειογενές έδαφος της Σαντορίνης σε συνδυασμό με το κλίμα κάνει τα σταφύλια της Σαντορίνης να ωριμάζουν γρήγορα και να διατηρούν την οξύτητα τους. Προκειμένου να τα προστατέψουν από τα μελτέμια, οι νησιώτες κλαδεύουν τα αμπέλια με τέτοιον τρόπο, ώστε να παίρνουν το σχήμα καλαθιού και τα σταφύλια να μεγαλώνουν στο εσωτερικό του: Υπάρχουν περίπου δέκα ντόπιες ποικιλίες σταφυλιών, πολλές από τις οποίες ήταν γνωστές από την αρχαιότητα. Σήμερα λίγες μόνο από αυτές αξιοποιούνται εμπορικά για την παραγωγή κρασιού. Πρώτο και σημαντικότερο είναι το Ασύρτικο και ακολουθεί το λευκό και ελαφρύ Αϊδάνι, που μοιάζει με το μοσχάτο.

Όπως, η Σαντορίνη, έτσι και η Πάρος πλήττεται από τους ισχυροτάτους αιγαιοπελαγίτικους ανέμους. Σε σχέση με τους γείτονες τους στο νότο, οι Παριανοί έχουν αναπτύξει το δικό τους μοναδικό σύστημα για την καλλιέργεια και την προστασία του αμπελιού. Εδώ οι νησιώτες δεν κλαδεύουν τα αμπέλια με τέτοιον τρόπο ώστε να σχηματίζουν καλάθια, όπως στη Σαντορίνη.

Αντί για αυτό, τα καλλιεργούν σε εξαιρετικά απότομες πλαγιές, έτσι ώστε οι βλαστοί να σέρνονται στο έδαφος, καμιά φορά φτάνοντας σε απόσταση μέχρι και δέκα μέτρων. Το νησί είναι γνωστό για δύο βασικές ποικιλίες σταφυλιών και τα περισσότερα κρασιά του είναι συνδυασμός τους. Πρόκειται για τα κόκκινα σταφύλια Μανδηλάριά και τα λευκά Μονεμβασιά.
Η οινοποιία στην Πάρο ήταν παραδοσιακά ταυτισμένη με την παραγωγή κρασιών χύμα, σε αντίθεση με την παραγωγή εμφιαλωμένων κρασιών. Η κατάσταση αυτή άρχισε να αλλάζει στη δεκαετία του 1970 με την αύξηση του τουρισμού που δημιούργησε και την ανάγκη για κρασιά καλύτερης ποιότητας. Ωστόσο, η συνήθεια της παραγωγής κρασιού χύμα, κυρίως κόκκινου, ήταν τόσο βαθιά ριζωμένη, ώστε οι νησιώτες κατέληξαν να καλλιεργούν κυρίως την ποικιλία Μανδηλαριά για κόκκινα κρασιά.

Σήμερα τα πράγματα έχουν αλλάξει. Υπάρχει μάλιστα νομοθεσία που προβλέπει ότι η ποικιλία Μανδηλαριά δεν πρέπει να ξεπερνά το 35% του συνόλου των σταφυλιών που καλλιεργούνται. Το υπόλοιπο 65% καλύπτεται κυρίως από την παραδοσιακή λευκή ποικιλία Μονεμβασιά ή Μαλβαζιά, όπως λέγεται ορισμένες φορές.

ΠΟΙΚΙΛΙΕΣ ΛΕΥΚΩΝ ΣΤΑΦΥΛΙΩΝ
Αϊδάνι. Γηγενής ποικιλία της Σαντορίνης που απαντάται όμως και σε άλλα κυκλαδίτικα νησιά. Ο Νίκος Μάνεσης στο βιβλίο του Οδηγός Ελληνικών Κρασιών επισημαίνει ότι το άρωμα του θυμίζει συχνά γιασεμί.

Ασύρτικο. Απαντάται σε όλες τις Κυκλάδες, κυρίως όμως στη Σαντορίνη και στην Πάρο. Τα σταφύλια του χαρακτηρίζονται από υψηλό επίπεδο οξύτητας, έχουν όμως και υψηλή περιεκτικότητα σε ζάχαρη. Αυτό ακριβώς το οξύμωρο καθιστά τη συγκεκριμένη ποικιλία μία από τις πιο εύχρηστες του ελληνικού αμπελώνα, από την οποία μπορούν να παραχθούν κρασιά που καλύπτουν όλη την γκάμα: από έντονα ξηρά μέχρι σύνθετα και γλυκά, όπως το Βινσάντο της Σαντορίνης.
Αθήρι. Αν και δεν είναι αποκλειστικότητα των Κυκλάδων (καλλιεργείται κατά κύριο λόγο στη Ρόδο), η ποικιλία σταφυλιών Αθήρι απαντάται παντού στο Αιγαίο. Στις Κυκλάδες καλλιεργείται στη Σαντορίνη και τα κρασιά που δίνει είναι αρωματικά, με λεμονάτη μυρωδιά. Συχνότερα αναμειγνύεται με άλλη ποικιλία σταφυλιών, ιδίως με το πιο λιτό Ασυρτικο.
Μονεμβασιά ή Μαλβαζιά. Αυτή η εκλεκτή και πολύ παλιά ποικιλία λευκών σταφυλιών σχεδόν χάθηκε πριν από μια 30 ετία, αλλά λίγοι εκλεκτικοί οινοποιοί επανέφεραν την καλλιέργεια της. Σήμερα, στο μεγαλύτερο μέρος της η Πάρος έχει αμπέλια από Μαλβαζιά. Πρόκειται για μια δυνατή λευκή ποικιλία, με διακριτικό άρωμα, το οποίο θυμίζει κάπως ροδάκινο.

ΠΟΙΚΙΛΙΕΣ ΚΟΚΚΙΝΩΝ ΣΤΑΦΥΛΙΩΝ

Μανδηλάρι ή Μανδηλαριά. Δίνει το καλύτερο κόκκινο κρασί των Κυκλάδων, πιο ονομαστό στην Πάρο. Ίσως πρόκειται νια μία από τις παλαιότερες ποικιλίες στην Ελλάδα και πολλοί πιστεύουν ότι οι ρίζες της φτάνουν χωρίς ιστορικά κενά στην αρχαία εποχή. Δίνει στυφά κρασιά με πολλή τανίνη. Αναμειγνύεται με τη λευκή ποικιλία Μονεμβασιά ή Μαλβαζιά.
Η πλούσια αμπελοοινική παράδοση των Κυκλάδων δημιουργήθηκε χάρη στους χιλιάδες αμπελουργούς και οινοποιούς που αξιοποίησαν κάθε σπιθαμή καλλιεργήσιμης γης. Έτσι, κοντά στα οργανωμένα οινοποιεία που έχουν τυποποιήσει την παραγωγή τους, υπάρχουν ακόμα πολλοί οινοποιοί που συνεχίζουν την παράδοση της χωρικής οινοποίησης, αξιοποιώντας συχνά ξεχασμένες ή και σπάνιες ποικιλίες αμπελιών.

Στη μικρή Ανάφη, για παράδειγμα, συναντάται ακόμα η σπάνια ποικιλία Στροφυλιάτικου, στη Σίφνο και στη Σέριφο το Σεριφιώτικο, στη Σύρο οι λευκές Αυγουστιάτης και Κατσανό και οι ερυθρές Αρμελετούσα, Πρόνικο και Ρωμέικο. Στην Πάρο, κοντό στη φημισμένη Μανδηλαριά βρίσκουμε και τις επίσης ερυθρέί Βάφισσα και Καρά Ιμπραήμ. Στην Τήνο ευδοκιμούν περισσότερο τα άσπρα σταφύλια, όπως το Ασκαθάρι και το Ασπροποταμίσιο, ενώ στην Άνδρο και στην Κέα, οι οποίες κάποτε είχαν μεγάλη παράδοση στην αμπελουργία, θα συναντήσουμε τις κόκκινες Κουμάρι και Σπετσών. Στη Μύκονο, οπου τώρα αναβιώνει η αμπελοκαλλιέργεια, υπάρχουν οι λευκές Ασπαθάρι, Ασπροποταμίσιο και Παριανό, ενώ ερυθρό είναι κυρίως το Αγιαννιώτικο. Στο «τόξο» της Μήλου, της Φολέγανδρου, της Σίκινου, της Ίου και της Αμοργού καλλιεργούνται λίγο πολύ οι ίδιες ποικιλίες, όπως, για παράδειγμα, το Ασυρτικο, το Αιδανί, η Μονεμβασιά, το Αθήρι, η Γαϊδουριά και η Τρεφέρα, ενώ κοκκινες είναι ο Μαυρολιάτης, το Βουδόματο και το Νεροστάφυλο. Επίσης, στη Θηρασιά θα συναντήσουμε το λευκό Κρητικό, στη Νάξο το λευκό Άΐδάνι και το Ασυρτικο, ενώ στην Κύθνο το Ψαροοσύρικο. Φυσικά, το μεγαλύτερο πλούτο έχει να επιδείξει η Σαντορίνη, όπου, εκτός από τις γνωστές Ασυρτικο, Αθήρι και Αιδάνι συναντάμε και τις σπάνιες (λευκές) ποικιλίες Μπεγλέρι, Μαυρομοσχάτο, Ροδομούσι και Σταυροχιώτη.

ΚΡΑΣΙΑ

Μπρούσκο. Το παραδοσιακό κρασί της Σαντορίνης έχει πάρει το ονομά του από τους Ενετούς που είχαν τον έλεγχο του νησιού από το 13ο μέχρι το 16ο αιώνα. Το Μπρούσκο αναφέρεται περισσότερο σε ένα γενικό χαρακτηριστικο παρά σε ένα συγκεκριμένο κρασί.. Μπορεί να γίνει λευκό κρασί με Ασύρτικα σταφύλια ή κόκκινο με Μανδηλάρι, ή ένα ροζε κρασί με τη μείξη και των δύο. Πρόοκειται για δυνατό κρασί, με περιεχτικότητα σε αλκοόλ της τάξης του 16 έως 17%, που παράγεται ανεξαρτήτως των σταφυλιών που χρησιμοποιούνται) από τη ζύμωση των σταφυλιών στην ίδια τους τη φλούδα για παρατεταμένο χρονικό διάστημα.

Νυχτέρι. Αλλο ένα παραδοσιακό κρασί από τη Σαντορίνη. Είναι πάντα λευκό και γίνεται σχεδόν αποκλειστικά από Ασυρτικο, αν και καμιά φορά χρησιμοποιείται ένας συνδυασμός από Ασυρτικο, Αθήρι και / ή Αΐδάνι.
Το Νυχτέρι είναι το αντιπροσωπευτικό ξηρό λευκό κρασί που παράγεται στο νησί. Το όνομα του οφείλεται στο γεγονός ότι απαιτείται μία ολόκληρη ημέρα και μέρος της νύχτας για να πραγματοποιηθεί η επεξεργασία των σταφυλιών. Η συγκέντρωση των σταφυλιών γίνεται πολύ νωρίς το πρωί, ενώ η επεξεργασία και το πάτημα τους ολοκληρώνονται μέσα στην ίδια ημέρα.

Βινσάντο. Ένα από τα πιο εκλεκτά γλυκά κρασιά σε όλη την Ελλάδα. Παίρνει το όνομα του από το ιταλικό Vino Santo, δηλαδή το κρασί της Αγίας Μετάληψης.

Η ιστορία και η μυθολογία των Κυκλάδων

Οι Κυκλάδες αποτελούνται από 39 νησιά από τα οποία τα 24 δεν κατοικούνται. Τα πιο σημαντικά είναι η Αμοργόςη Ανάφη, η Αντίπαροςη Δήλος, η Κέα, η Κίμωλος, η Φολέγανδρος, η Μήλος, η Μύκονος, η Νάξος, Η Πάρος, η Σαντορίνη (γνωστή και ως Θήρα), η Ιός, η Σέριφος, η Σικινος, η Σίφνος, η Σύρος, και η Τήνος. Σε αυτά τα νησιά όπου το παρελθόν και το παρόν ενώνονται, μπορεί κανείς να βρει έντονη κοσμοπολίτικη νυχτερινή ζωή αλλά και ηρεμία και χαλάρωση.
Αυτή η ιστοσελίδα προσφέρει πολλές πληροφορίες για την : ιστορία, εκκλησίες, αρχιτεκτονική, παραλίες, φωτογραφίες και πολλά άλλα…
Όπως ξέρουμε τα κυκλαδίτικα νήσια ξεχώριζουν στην αρχιτεκτονικη τους αλλα και στο θεμα παραδοσεων, χρωματων και διακοσμισης.

Για παραδειγμα οι κυκλαδες εχουν ως κυρια χρωματα το απσρο και το γαλάζιο ή μπλε. Συγκεκριμένα το εξωτερικό του σπιτιου είναι Άσπρο και τα παράθυρα του είναι Μπλε ή Γαλαζια. Γιατι ομως χρησιμοποιουν αυτα τα δυο συγκεκριμενα χρωματα?
Γιατι τα νησιωτικα σπιτια εχουν ιδιαιτερα χαρακτηριστικά που ανεξαρτηα τα χρωματα φαινεται η κατασκεθη του.
Στα νησιά η καλή τοιχοποιία (η ξερολιθιά), ήταν η βασική μέριμνα των κτιστάδων. Έπρεπε με τις πέτρες να συγκρατήσουν τον όγκο της οικοδομής, να βρουν τις κατάλληλες, να τις λαξεύσουν στο σχήμα και στο επιθυμητό πάχος. Μετά εξασφάλιζαν την σταθερότητα της ξερολιθιάς με λάσπη ανάμεσα στις πέτρες, από καλά κοσκινισμένο χώμα, ανακατεμένο με ψιλή λατύπη, που την έφερναν από τα νταμάρια τον μαρμάρου. Η πλειονότητα των κτισμάτων δεν ήταν εξωτερικά σοβαντισμένα, όπως σήμερα.

Μέχρι τον τελευταίο πόλεμο, τα σπίτια ήταν τριών κυρίως κατηγοριών: τ’ αγροτικά, των ανθρώπων δηλαδή που βιοπορίζονταν από τη γη και τη θάλασσα, τα λαϊκά, των χωριών κι εκείνα που τ’ αποκαλούσαν των μεγάλων νοικοκυραίων, των αφεντάδων, των καραβοκύρηδων.
Τ’ αγροτικά, τα λεγόμενα και «μιτάτα», απ’ έξω ήταν απλοϊκά, ασοβάντιστα, γιατί το βάρος δινόταν στην εσωτερική διαρρύθμιση, ώστε με βατό τρόπο να είναι χρηστικά, για τις ανάγκες τον ιδιοκτήτη (για τα ζώα, το μαγείρεμα και για τις άλλες ανάγκες, φτιάχνονταν παραπλήσια κτίσματα). Τ’ αγροτικά σπίτια, παίρνανε το χρώμα τούς από τη συνέχεια του χώματος και της ξερολιθιάς. Από μακριά ήταν σχεδόν αθέατα, καμουφλαρισμένα μέσα στο περιβάλλον και μόνο τα παράθυρα κι οι πόρτες τους διέφεραν, που είχαν το χρώμα της φακής, γκρι ή καφέ.
Τα λαϊκά (τα χωριάτικα) σπίτια, ήταν εξωτερικά επιχρισμένα μ’ ένα ιδιαίτερο τρόπο: μαρμαρόσκονη, που ανακατευόταν με νερό και χώμα (στη Σαντορίνη άσπα-τέφρα και λάσπη). Αυτό το μίγμα, σφηνώνονταν ανάμεσα στις μικρές πέτρες στον τοίχο, για να ενισχυθεί η τοιχοποιία. Επειδή η εξωτερική επιφάνεια δεν ήταν λεία, δεν μπορούσαν να την τρίψουν ομοιόμορφα όταν στέγνωνε. Έτσι λοιπόν, με τη μύτη τού μυστριού, περνούσαν το μίγμα τον σοβά κατά μήκος του τοίχου. Η πιεσμένη λάσπη, έκανε καλύτερη πρόσφυση και κάλυπτε την τοιχοποιία. Επειδή έπρεπε το μίγμα του σοβά να είναι κάπως νωπό για να μην ξεραθεί και καταρρεύσει, ασβέστωναν τον τοίχο 2-3 φορές το χρόνο, κυρίως πριν από το καλοκαίρι κι έπαιρνε το σπίτι, την άσπρη, καθαρή του όψη.

Η κάτοψη αυτών των σπιτιών, ήταν μονόχωρη. (ήταν όπως τα σπίτια της μινωικής εποχής). Όταν υπήρχε ανάγκη μεγαλύτερου χώρου, το δωμάτιο επεκτείνονταν κι ένα δοκάρι ή ένα τόξο, χώριζε τη σάλα σε δυο μέρη.
Ακόμα, η επέκταση του σπιτιού γίνονταν προς τα κάτω (κατώγια), πάνω (ανώγια) ή γύρω του βασικού χτίσματος. Μ’ αυτόν τον τρόπο δημιουργήθηκε η εφαπτόμενη «πλαστικότητα» των οικισμών, με τα επάλληλα επίπεδα των δωμάτων.
Το άσπρο χρώμα του ασβέστη, έφτιαξε τη γραφική ενότητα τον οικισμού. Σαν θεατρικό σκηνικό: λες και δημιουργήθηκαν όλα από ένα χέρι. -Βλ. μελέτη τον μεγάλου Γάλλου αρχιτέκτονα Λε Κορμπιζιέ (Le Corbusier) για τα σπίτια των Κυκλάδων.

Στην τρίτη κατηγορία των νησιώτικων σπιτιών, των πιο εύπορων (από την ευμάρεια τον 1850 και μετά στη Νάξο) που γίνανε από την αρχή βάση σχεδίου, η εξωτερική τους όψη είχε την «πολυτέλεια» της μαρμαροκατασκευής. Ήταν επιστρωμένα από καλοδουλεμένο σοβά, που έπαιρνε τους χρωματισμούς που άρεσαν στον ιδιοκτήτη.
Αυτά τα χρώματα, (εμπνευσμένα από το χρώμα της γης ή τις ανταύγειες που δίνει ο ιριδισμός του φωτός στο θαλασσινά νερό), έχουν μια διαχρονική συνέχεια, από τ, αρχαϊκά χρόνια μέχρι τα νεότερα. Γι, αυτό και αν παρατηρήσεις τα εναπομείναντα αρχοντικά στο Χαλκί, στον ξεθωριασμένο σοβά βλέπεις ακόμη τ’ απομεινάρια των χρωμάτων.
Στη Σύρο, με ιστορικό παρελθόν στα αστικά σπίτια, τα χρωματικά δείγματα είναι περισσότερα (όπως στην Ανδρο, Μυτιλήνη, Σύμη, Καστελόριζο).
Τα αστικά σπίτια με τις χρωματιστές πινελιές, ξεκουράζουν την εικόνα μας. Το μάτι κάθεται εκεί και ξεχνιέται. Τα χρωματιστά σπίτια, είναι ένας ζωγραφικός πίνακας, μέσα στο μονόχρωμο χωροταξικό τοπίο.
Και λίγο από την ιστορία
Το 1938, ο Μεταξάς διατάσσει να περαστούν με ασβέστη όλα τα σπίτια των νησιών (σοβαντισμένα ή ασοβάντιστα), για να προστατευτούν μ’ αυτό τον τρόπο, από τη χολέρα, που μάστιζε εκείνη την εποχή την Ελλάδα κι είχε απλωθεί και στα οικόσιτα πτηνά. Ο ασβέστης θεωρήθηκε το κατεξοχήν απολυμαντικό, αφού τότε ακόμη δεν ήταν διαδεδομένη η χρήση της χλωρίνης. Έτσι τα σπίτια στα νησιά γίνανε άσπρα (ακόμα και τα χρωματιστά), με την επίβλεψη -τον αυστηρού χωροφύλακα.
Στη συνέχεια το μέτρο προφύλαξης ξεχάστηκε. όμως μερικοί κράτησαν τον ασβέστη. Με το φόβο της φυματίωσης, που θέριζε εκείνα τα χρόνια, όταν έρχονταν το Πάσχα, ασβέστωναν το χωριό, από τους τοίχους μέχρι τα σοκάκια, για να δείχνουν παστρικά τα σπίτια.
Το 1955, η τότε βασίλισσα Φρειδερίκη, μετά από προτροπές ευγενών εικαστικών και κοσμικών κύκλων, (Ελένη Βλάχου, Σπύρος Μελάς, Κώστας Μπίρης), παρουσιάζει στον Καραμανλή, ως πρόταση διαφήμισης για τα ελληνικά νησιά, μια μυκονιάτικη φωτογραφία-πρότυπο, καλοσυντηρημένων σπιτιών, που είχαν στην ιδιοκτησία τους μερικοί ξένοι και ντόπιοι κοσμοπολίτες αστοί. Η συνταγή ήταν καλοφτιαγμένη.
Η εικόνα του Αιγαίου: το άσπρο, το χρώμα της αγνότητας, σε συνδυασμό με το μπλε της θάλασσας, του ουρανού και της ελληνικής σημαίας, έγινε το σήμα κατατεθέν της εποχής. Ήταν τότε που η «εθνικοφροσύνη» μετρούσε και με το τι χρώμα προτιμούσες, πόσο «μπλε» είσαι.
Το κόκκινο, ήταν ο στιγματισμός των αντιφρονούντων!
Έτσι, προωθήθηκε ο «μύθος» των παραδοσιακών σπιτιών τον Αιγαίου: άσπροι. κύβοι, που ‘γιναν σπίτια με μπλε παράθυρα και πόρτες, με δύο γλάρους κι ένα ήλιο αντικρύ τους.
Το μοντέλο της κυκλαδίτικης οικοδομής, των σπιτιών της Μυκόνου, αντιγράφηκε κι επιβλήθηκε από τους καθοδηγητές του «ελληνικού οργανισμού τουρισμού»